Οἰχαλία: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> de Thessalie;<br /><b>2</b> de Messénie;<br /><b>3</b> en Eubée;<br /><b>4</b> en Étolie.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> de Thessalie;<br /><b>2</b> de Messénie;<br /><b>3</b> en Eubée;<br /><b>4</b> en Étolie.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Οἰχᾰλία:''' Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη [[Θεσσαλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[Οἰχαλιεύς]], -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰχᾰλία Medium diacritics: Οἰχαλία Low diacritics: Οιχαλία Capitals: ΟΙΧΑΛΙΑ
Transliteration A: Oichalía Transliteration B: Oichalia Transliteration C: Oichalia Beta Code: *oi)xali/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, name of several cities, one in Thessaly, Il.2.730 ; another in Euboea, S.Tr.354, cf. Str.9.5.17:—Adj. Οἰχᾰλιεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, Il.2.596,730:—also Οἰχᾰλιώτης, St.Byz.:—Ep.Adv. οἰσυπ-ίηθεν,

   A from Oechalia, Il.2.596.

Greek (Liddell-Scott)

Οἰχᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, ὧν μία ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. Β. 730· ἑτέρα ἐν Εὐβοίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 354, πρβλ. 74, Στράβ. 438· - Οἰχαλιεύς, έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, κάτοικος τῆς Οἰχαλίας, Ἰλ. Β. 596, 730· καὶ Οἰχαλιώτης, Στέφ. Βυζ.· - Ἐπικ. ἐπίρρ. -ίηθεν, ἐκ τῆς Οἰχαλίας, Β. 596.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Œkhalia, ville :
1 de Thessalie;
2 de Messénie;
3 en Eubée;
4 en Étolie.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Οἰχᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.