μυστηρικός: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> initié aux mystères;<br /><b>2</b> qui concerne les initiés, d’initié;<br /><b>II.</b> qui initie aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> initié aux mystères;<br /><b>2</b> qui concerne les initiés, d’initié;<br /><b>II.</b> qui initie aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυστηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή [[τελετή]], [[μυστηριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυστηρ</i>-<i>ίον</i>, αν δεν πρόκειται για απευθείας [[παραγωγή]] από έναν αμάρτυρο τ. [[μυστήρ]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηρικός Medium diacritics: μυστηρικός Low diacritics: μυστηρικός Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mystērikós Transliteration B: mystērikos Transliteration C: mystirikos Beta Code: musthriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.

German (Pape)

[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d’initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.

Greek Monolingual

μυστηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ-ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. μυστήρ].