εὐπήληξ: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ηκος;<br />(ὁ, ἡ)<br />au beau casque.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήληξ]]. | |btext=ηκος;<br />(ὁ, ἡ)<br />au beau casque.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήληξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπήληξ]], -κος ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ,
A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.). 2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.
French (Bailly abrégé)
ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.
Greek Monolingual
εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].