διολισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_2)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> διωλίσθανον, <i>ao.2</i> διώλισθον;<br /><b>1</b> glisser à travers;<br /><b>2</b> échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ὀλισθαίνω.
|btext=<i>impf.</i> διωλίσθανον, <i>ao.2</i> διώλισθον;<br /><b>1</b> glisser à travers;<br /><b>2</b> échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ὀλισθαίνω.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[διολισθαίνω]]<br />Α και [[διολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γλιστρώ]] [[ανάμεσα]] και [[φεύγω]], [[ξεγλιστρώ]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πλέω]] [[ελαφρά]] και [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξεγλιστρώ]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διολισθαίνω]] τὴν γλῶτταν»<br />(για μεθυσμένους) [[τραυλίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

impf. διωλίσθανον, ao.2 διώλισθον;
1 glisser à travers;
2 échapper à, acc..
Étymologie: διά, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM διολισθαίνω
Α και διολισθάνω) ολισθαίνω
1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ
2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα
3. γλιστρώ και πέφτω
νεοελλ.
ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
αρχ.
φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν»
(για μεθυσμένους) τραυλίζω.