ὑπατικός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de consul, de consulat, consulaire;<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de consul, de consulat, consulaire;<br /><b>2</b> de rang consulaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτικός Medium diacritics: ὑπατικός Low diacritics: υπατικός Capitals: ΥΠΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypatikós Transliteration B: hypatikos Transliteration C: ypatikos Beta Code: u(patiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a consul, consular, ἀρχή Str.17.3.25, D.S.20.91; δύναμις Plu.Cam.1, etc.    II of consular rank, Lat.consularis, ἄνδρες Str.l.c., Plu.Sert. 27; ὁ ὑ. D.H.6.96, Luc.Salt.83; ὑπατικὸς ἐπὶ τῶν ναῶν consularis aedium sacrarum, IG14.1045; c. gen., ὑ. τῶν ἱερῶν ναῶν ib.993.

German (Pape)

[Seite 1184] 1) vom Consul, zum Consul gehörig; Plut. Cam. 1; Luc. u. A. – 2) der Consul gewesen ist, consularis, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ὕπατον, ἀρχὴ Διόδ. 20. 91, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1, κλπ. ΙΙ. ὁ ἔχων θέσιν ἢ ἀξίωμα ὑπατικόν, Λατ. consularis, ἀνὴρ ὑπατικὸς Πλουτ. Σερτώρ. 27· ὁ ὑπατικὸς Διόν. Ἁλ. 6. 96. Λουκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de consul, de consulat, consulaire;
2 de rang consulaire.
Étymologie: ὕπατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὕπατος (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.).