ἀργιλλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />argileux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργιλλος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />argileux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργιλλος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργιλλώδης:''' ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[λευκό]] [[χρώμα]], χωματώδης, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἀργῑλώδης, ες,
A clayey, ἀργιλωδεστέρην γῆν Hdt.2.12, cf. Arist.Mete.352b10, Thphr.HP3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργιλλώδης: ἢ ἀργῑλώδης, ες, ὅμοιος ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «ἀργιλλώδης, ὁ ῥυπαρός· ἢ ἀργιλλώδης γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
argileux.
Étymologie: ἄργιλλος, -ωδης.
Greek Monotonic
ἀργιλλώδης: ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λευκό χρώμα, χωματώδης, σε Ηρόδ.