γεραίτερος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[γεραιός]]. | |btext=v. [[γεραιός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γεραίτερος:''' [[γεραίτατος]], συγκρ. και υπερθ. του [[γεραιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).
German (Pape)
[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
Greek (Liddell-Scott)
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. γεραιός.
Greek Monotonic
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.