γεραίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[γεραιός]].
|btext=v. [[γεραιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεραίτερος:''' [[γεραίτατος]], συγκρ. και υπερθ. του [[γεραιός]].
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεραίτερος Medium diacritics: γεραίτερος Low diacritics: γεραίτερος Capitals: ΓΕΡΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: geraíteros Transliteration B: geraiteros Transliteration C: geraiteros Beta Code: gerai/teros

English (LSJ)

γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).

German (Pape)

[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.

Greek (Liddell-Scott)

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. γεραιός.

Greek Monotonic

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.