γευστός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(Bailly1_1)
(8)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γευστός Medium diacritics: γευστός Low diacritics: γευστός Capitals: ΓΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: geustós Transliteration B: geustos Transliteration C: gefstos Beta Code: geusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.

German (Pape)

[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.

Greek Monolingual

γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].