διαβουλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(Bailly1_1)
(9)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> délibérer, discuter;<br /><b>2</b> décider de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βουλεύομαι.
|btext=<b>1</b> délibérer, discuter;<br /><b>2</b> décider de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βουλεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[διαβουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[ανταλλάσσω]] γνώμες<br /><b>2.</b> [[διαλογίζομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[μηχανώμαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβουλεύω]]<br />[[διανύω]] την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας<br /><b>2.</b> [[διαβουλεύομαι]]<br />α) [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]]<br />β) [[αποφασίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαβουλεύομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24.

French (Bailly abrégé)

1 délibérer, discuter;
2 décider de, inf..
Étymologie: διά, βουλεύομαι.

Greek Monolingual

(AM διαβουλεύομαι)
1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες
2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι
3. μηχανώμαι, ραδιουργώ
αρχ.
1. διαβουλεύω
διανύω την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας
2. διαβουλεύομαι
α) εξετάζω λεπτομερώς
β) αποφασίζω.