διάδημα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(Bailly1_1)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bandeau qui entourait la tiare des rois de Perse;<br /><b>2</b> diadème, couronne royale.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bandeau qui entourait la tiare des rois de Perse;<br /><b>2</b> diadème, couronne royale.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[diadema]] símbolo del poder real, [[banda]] que rodea la tiara (Κῦρος) εἶχε δὲ καὶ δ. περὶ τῇ τιάρᾳ X.<i>Cyr</i>.8.3.13, Ξέρξης ... θεὶς τὸ δ. καὶ καταβαλὼν τὴν τιάραν Plu.2.488d<br /><b class="num">•</b>gener. [[diadema]], [[corona real]] ([[Ἀριστόβουλος]]) περιτίθεται δ. πρῶτος I.<i>BI</i> 1.70, διαδήματα βασιλείων Plu.2.753d, cf. Statius <i>Silu</i>.2.2.122, <i>Theb</i>.9.55, Luc.<i>Pisc</i>.35, Arr.<i>An</i>.7.22.4, Ath.537f, Attic.2.68, Artem.2.30, διαδήματι τὴν κεφαλὴν διεδέδετο Luc.<i>DMort</i>.25.3, junto c. la καυσία o ‘gorro de fieltro’ macedonio, Arr.<i>An</i>.7.22.2, Hdn.1.3.3, τῷ διαδήματι μετὰ τῆς ἄλλης κατασκευῆς κοσμήσαντες <i>OGI</i> 248.17 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.<i>Dem</i>.18, τὴν εἰκόνα [[αὐτοῦ]] ... διαδήματι ἀνέδησαν D.C.44.9.2, cf. 11.2, [[δεσπότης]] διαδήματος señor de la diadema</i> trad. de un tít. faraónico, Hermapio 19, cf. 21, aplicado a emperadores <i>PMasp</i>.279.22 (VI d.C.), cf. Hsch., op. στέφανος: ([[Ἀγαθοκλῆς]]) δ. μὲν οὐκ ἔκρινεν ἔχειν· ἐφόρει γὰρ ἀεὶ στέφανον D.S.20.54<br /><b class="num">•</b>de un monstruo ἔχων ... ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ... ἑπτὰ διαδήματα <i>Apoc</i>.12.3, 13.1.<br /><b class="num">2</b> fig., abstr. [[poder real]], [[imperio]] παραδόντος τὸ δ. τῷ (παιδί) ἐκ Βερενίκης D.L.5.78, ἐν τῷ διαδήματι ... δύο καὶ ἥμισυ διανύσαντα ἔτη Philost.<i>HE</i> 7.15<br /><b class="num">•</b>como epít. de Isis δ. τῆς ὅλης οἰκουμένης, Ἶσι μυριώνυμε <i>Vit.Aesop.G</i> 5.<br /><b class="num">3</b> lit. crist. [[diadema]], [[corona]] fig. de dif. atributos διαδήματα τῶν ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ ... ἐκλελεγμένων Polyc.Sm.<i>Ep</i>.1.1, τὸ δ. τῆς δικαιοσύνης Clem.Al.<i>Paed</i>.2.8.74, τὸ δ. τῆς ἀϊδίου βασιλείας dicho de la verdad <i>Hom.Clem</i>.13.20, simbolizando el triunfo de los mártires, Chrys.<i>Res</i>.3.15.<br /><b class="num">II</b> bot.<br /><b class="num">1</b> Ὀσίριδος δ. [[orzaga]], [[salado]], [[Atriplex halimus L.]] [[ἅλιμος]]· ... οἱ δὲ Ὀσίριδος δ. Ps.Dsc.1.91.<br /><b class="num">2</b> Ἀσκληπίου δ. [[lechetrezna]], [[titímalo]], [[Euphorbia platyphyllus L.]], Ps.Apul.<i>Herb</i>.109.22.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδημα Medium diacritics: διάδημα Low diacritics: διάδημα Capitals: ΔΙΑΔΗΜΑ
Transliteration A: diádēma Transliteration B: diadēma Transliteration C: diadima Beta Code: dia/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαδέω)

   A band or fillet: esp. band round the τιάρα worn by the Persian king, X.Cyr.8.3.13, Plu.2.488d; by Alexander, Arr.An.7.22.2; by his successors, OGI248.17(Pergam., Antiochus IV), Hdn.1.3.3; by kings generally, Plu.2.753d, D.S.20.54; δ. τῆς Ἀσίας LXX 1 Ma.13.32.    II Ὀσίριδος δ., = ἅλιμος, Ps.Dsc.1.91.

Greek (Liddell-Scott)

διάδημα: τό, (διαδέω) ταινία· ἰδίως ἡ περὶ τὴν τιάραν τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 488D· παρέλαβε δὲ αὐτὴν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22 καὶ ἔφερον οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς, Ἡρῳδιαν. 1. 3, 7 καὶ ἀκολούθως οἱ βασιλεῖς ἐν γένει, Πλούτ. 2. 753D, πρβλ. Διόδ. 20. 54· τὸ χρῶμα αὐτῆς ἦτο κυανοῦν μετὰ λευκῶν στιγμάτων, caerulea fascia albo distincta, K. Curt. 3. 3, 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bandeau qui entourait la tiare des rois de Perse;
2 diadème, couronne royale.
Étymologie: διαδέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1diadema símbolo del poder real, banda que rodea la tiara (Κῦρος) εἶχε δὲ καὶ δ. περὶ τῇ τιάρᾳ X.Cyr.8.3.13, Ξέρξης ... θεὶς τὸ δ. καὶ καταβαλὼν τὴν τιάραν Plu.2.488d
gener. diadema, corona real (Ἀριστόβουλος) περιτίθεται δ. πρῶτος I.BI 1.70, διαδήματα βασιλείων Plu.2.753d, cf. Statius Silu.2.2.122, Theb.9.55, Luc.Pisc.35, Arr.An.7.22.4, Ath.537f, Attic.2.68, Artem.2.30, διαδήματι τὴν κεφαλὴν διεδέδετο Luc.DMort.25.3, junto c. la καυσία o ‘gorro de fieltro’ macedonio, Arr.An.7.22.2, Hdn.1.3.3, τῷ διαδήματι μετὰ τῆς ἄλλης κατασκευῆς κοσμήσαντες OGI 248.17 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.Dem.18, τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ... διαδήματι ἀνέδησαν D.C.44.9.2, cf. 11.2, δεσπότης διαδήματος señor de la diadema trad. de un tít. faraónico, Hermapio 19, cf. 21, aplicado a emperadores PMasp.279.22 (VI d.C.), cf. Hsch., op. στέφανος: (Ἀγαθοκλῆς) δ. μὲν οὐκ ἔκρινεν ἔχειν· ἐφόρει γὰρ ἀεὶ στέφανον D.S.20.54
de un monstruo ἔχων ... ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ... ἑπτὰ διαδήματα Apoc.12.3, 13.1.
2 fig., abstr. poder real, imperio παραδόντος τὸ δ. τῷ (παιδί) ἐκ Βερενίκης D.L.5.78, ἐν τῷ διαδήματι ... δύο καὶ ἥμισυ διανύσαντα ἔτη Philost.HE 7.15
como epít. de Isis δ. τῆς ὅλης οἰκουμένης, Ἶσι μυριώνυμε Vit.Aesop.G 5.
3 lit. crist. diadema, corona fig. de dif. atributos διαδήματα τῶν ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ ... ἐκλελεγμένων Polyc.Sm.Ep.1.1, τὸ δ. τῆς δικαιοσύνης Clem.Al.Paed.2.8.74, τὸ δ. τῆς ἀϊδίου βασιλείας dicho de la verdad Hom.Clem.13.20, simbolizando el triunfo de los mártires, Chrys.Res.3.15.
II bot.
1 Ὀσίριδος δ. orzaga, salado, Atriplex halimus L. ἅλιμος· ... οἱ δὲ Ὀσίριδος δ. Ps.Dsc.1.91.
2 Ἀσκληπίου δ. lechetrezna, titímalo, Euphorbia platyphyllus L., Ps.Apul.Herb.109.22.