διαπλάσσω: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />façonner, modeler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]]. | |btext=<i>f.</i> διαπλάσω, <i>etc.</i><br />façonner, modeler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> ref. a materia inerte [[moldear]], [[modelar]] φθόεις Hp.<i>Mul</i>.1.104, ἄρτους D.S.2.57, Plu.2.401e, <i>Caes</i>.39, cf. Poll.7.22, tb. en v. med. ἐκ τῶν φυκίων οἷον νεοττιὰν διαπλασάμεναι Plu.2.981f<br /><b class="num">•</b>abs. [[moldear una pasta o masa]] πηλῷ Thphr.<i>HP</i> 4.15.2<br /><b class="num">•</b>fig. c. compl. de abstr. ἤθη ... διαπλάσαι Ph.2.372, κακίας ἔργον ... ἐπινοίᾳ I.<i>BI</i> 7.259, ἄτοπον διάθεσιν D.Chr.67.6, τὰ ὑμῶν αὐτῶν διανοήματα ... ἡδίστοις ῥυθμοῖς καὶ σχήμασιν Iul.<i>Or</i>.3.78d, τὸν λόγον Eun.<i>Hist</i>.17, cf. Ael.<i>VH</i> 3.1, σχῆμα καὶ [[βλέμμα]] Hld.7.17.1, en v. pas. ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ ἡ διαπλαττομένη [[ἀθάνατος]] ὑπ' [[αὐτοῦ]] Ath.507e<br /><b class="num">•</b>[[inventar]], [[crear]] ref. a la creación poética τὰ τοιαῦτα Sch.Pi.<i>O</i>.9.122a, en v. pas. τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον una pieza creada para cuatro personajes</i>, <i>AP</i> 9.542 (Crin.), τὸ ὅλον πρὸς τὸ κεχαρισμένον τῷ διώκοντι μέρει que toda la historia había sido inventada para complacer a la parte demandante</i>, <i>PMonac</i>.47 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> ref. al ser vivo [[dar forma]], [[configurar]] (τὰ ζῷα) Thphr.<i>CP</i> 1.12.5, τὴν ὕλην Plu.2.427b, σῶμα ... πρὸς τὴν ἑαυτῆς φύσιν Him.48.13, fig. τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰσαὰκ διέπλασέ τε καὶ ἐγέννησε Chrys.M.60.553, ὁ παιδοτρίβης ... διαπλάσσων τὸν μανθάνοντα Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.160<br /><b class="num">•</b>gener. [[crear]] ζῷα δ. ἔδοξε τῷ δημιουργῷ Ph.1.15, en v. pas. διαπλασθείσης τῆς γυναικός Ph.1.37, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.3.7, τὰ ὄργανα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ διαπέπλασται Ath.Al.<i>Ep.Fonti</i> p.67.<br /><b class="num">3</b> cirug. [[hacer la coaptación]], [[colocar en la posición correcta]] τὸ κατεαγὸς μέρος τῆς ῥινός Gal.18(1).479, en v. pas. ἡ μονὴ τοῦ διαπεπλασμένου μυκτῆρος Heliod. en Orib.48.33.5.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas. [[configurarse]], [[tomar forma]] τὰ μόρια κατὰ τὰ μόρια τῆς ἐχούσης Arist.<i>GA</i> 740<sup>a</sup>36, ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα Epicur.<i>Ep</i>.[3] 90, τὸ μὲν ἐκ γῆς διαπλασθὲν σῶμα Ph.1.119, τὸ [[βρέφος]] ἤδη συνιστάμενον καὶ διαπλαττόμενον Plu.2.495e, cf. Aristid.Quint.117.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. διαπλάττω,
A form, mould, ζῷα Ph.1.15; ὕλην, ἄρτον, σῶμα, Plu.2.427b, 401f, Him.Or.14.13; διανοήματα ῥυθμοῖς Jul.Or.2.78d: metaph., ἐπίνοια J.BJ7.8.1; δ. τῷ λόγῳ Ael.VH3.1:— Pass., τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον AP9.542 (Crin.); δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Arist.GA740a36, cf. Epicur.Ep.2p.38U.: metaph., to be concocted, invented, PMonac.6.47 (vi A.D.). II plaster, πηλῷ Thphr.HP4.15.2. III Medic., reshape a broken nose, Heliod. ap. Orib.48.33.5, Gal.18(1).479.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πλάσσω), durch-, ausbilden, gestalten; μῦθος διαπλασθεὶς τέτταρσι προσώποις Crinag. 47 (IX, 542); vgl. Diosc. 1 (XII, 37); διαγράψωμεν τῷ λόγῳ καὶ διαπλάσωμεν Ael. V. H. 3, 1; – bestreichen, πηλῷ, Theophr. – Bei Aerzten, wieder einrichten, einrenken.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλάσσω: Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, σχηματίζω, ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. ἐπιχρίω, πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ ὀστοῦν κατεαγός, Γαλην. 12, 360.
French (Bailly abrégé)
f. διαπλάσω, etc.
façonner, modeler.
Étymologie: διά, πλάσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
I tr.
1 ref. a materia inerte moldear, modelar φθόεις Hp.Mul.1.104, ἄρτους D.S.2.57, Plu.2.401e, Caes.39, cf. Poll.7.22, tb. en v. med. ἐκ τῶν φυκίων οἷον νεοττιὰν διαπλασάμεναι Plu.2.981f
•abs. moldear una pasta o masa πηλῷ Thphr.HP 4.15.2
•fig. c. compl. de abstr. ἤθη ... διαπλάσαι Ph.2.372, κακίας ἔργον ... ἐπινοίᾳ I.BI 7.259, ἄτοπον διάθεσιν D.Chr.67.6, τὰ ὑμῶν αὐτῶν διανοήματα ... ἡδίστοις ῥυθμοῖς καὶ σχήμασιν Iul.Or.3.78d, τὸν λόγον Eun.Hist.17, cf. Ael.VH 3.1, σχῆμα καὶ βλέμμα Hld.7.17.1, en v. pas. ἡ μὲν γὰρ ψυχὴ ἡ διαπλαττομένη ἀθάνατος ὑπ' αὐτοῦ Ath.507e
•inventar, crear ref. a la creación poética τὰ τοιαῦτα Sch.Pi.O.9.122a, en v. pas. τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον una pieza creada para cuatro personajes, AP 9.542 (Crin.), τὸ ὅλον πρὸς τὸ κεχαρισμένον τῷ διώκοντι μέρει que toda la historia había sido inventada para complacer a la parte demandante, PMonac.47 (VI d.C.).
2 ref. al ser vivo dar forma, configurar (τὰ ζῷα) Thphr.CP 1.12.5, τὴν ὕλην Plu.2.427b, σῶμα ... πρὸς τὴν ἑαυτῆς φύσιν Him.48.13, fig. τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰσαὰκ διέπλασέ τε καὶ ἐγέννησε Chrys.M.60.553, ὁ παιδοτρίβης ... διαπλάσσων τὸν μανθάνοντα Clem.Al.Strom.6.17.160
•gener. crear ζῷα δ. ἔδοξε τῷ δημιουργῷ Ph.1.15, en v. pas. διαπλασθείσης τῆς γυναικός Ph.1.37, cf. Clem.Al.Paed.1.3.7, τὰ ὄργανα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ διαπέπλασται Ath.Al.Ep.Fonti p.67.
3 cirug. hacer la coaptación, colocar en la posición correcta τὸ κατεαγὸς μέρος τῆς ῥινός Gal.18(1).479, en v. pas. ἡ μονὴ τοῦ διαπεπλασμένου μυκτῆρος Heliod. en Orib.48.33.5.
II intr. en v. med.-pas. configurarse, tomar forma τὰ μόρια κατὰ τὰ μόρια τῆς ἐχούσης Arist.GA 740a36, ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα Epicur.Ep.[3] 90, τὸ μὲν ἐκ γῆς διαπλασθὲν σῶμα Ph.1.119, τὸ βρέφος ἤδη συνιστάμενον καὶ διαπλαττόμενον Plu.2.495e, cf. Aristid.Quint.117.28.