δάνειον: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(Bailly1_1) |
(big3_10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />argent prêté à intérêts, prêt, créance ; dette.<br />'''Étymologie:''' [[δάνος]]¹. | |btext=ου (τό) :<br />argent prêté à intérêts, prêt, créance ; dette.<br />'''Étymologie:''' [[δάνος]]¹. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[préstamo]] gener. de dinero, público o privado δ. ᾧ ὀφείλει ἀποδοτέον Arist.<i>EN</i> 1164<sup>b</sup>32, προσῄειν αὐτῷ ἀπαιτεῖν τὸ δ. D.34.12, ὀφείλομεν ... τὸ δ. τῷ χρήσαντι Artem.3.41, δ. δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται LXX <i>De</i>.15.8, τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότωσαν οἱ δεδα(νεισμένοι) <i>PAmh</i>.50.12 (II a.C.), cf. <i>PLond</i>.2002.24 (III a.C.), <i>BGU</i> 1961.9 (III a.C.), ὁμολογεῖ ... ἀπέχειν παρὰ Παοῦτος ... τὸ ἐπίβαλλον αὐτῷ μέρος δανείου οὗ ἔθετο Πατοῦς <i>PGrenf</i>.2.31.8 (II a.C.), κατὰ συγγραφὴν δανείου <i>CPR</i> 15.8.5 (I d.C.), ψιλὸν δ. préstamo sin garantía hipotecaria</i>, <i>PHamb</i>.14.14 (III d.C.), συγχώρησις δανείου <i>BGU</i> 1132.30 (I d.C.), δανείου ... κομιδή devolución del préstamo</i>, <i>POxy</i>.3466.15 (I d.C.), δ. ἔντοκον préstamo con intereses</i>, <i>PGen</i>.9.1.14 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>en pap. tb. en especie, de cebada <i>PLond</i>.1953.4 (III a.C.), de trigo τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότω ἡ δεδανεισμένη <i>PAmh</i>.46.4, cf. 47.6 (ambos II a.C.), de vino <i>PAmh</i>.47ue. (II a.C.), de simientes ἔσχο(ν) παρ(ὰ) ὑ(μῶν) εἰς δά(νειον) σπέρ(ματα) ... <i>PChic</i>.46.4 (II d.C.), cf. <i>POxy</i>.1262.16 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[contrato de préstamo]] δ. Λυσιμάχο(υ) πρὸ(ς) Πνᾶσιν δραχμῶν σκδ <i>PMich.Teb</i>.121ue.11.1, cf. 5.1 (I d.C.), κατὰ δ. τετελειω[μ] ένον διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γραφείου <i>PLond</i>.142.9 (I d.C.), τὸ δ. κύριον δισσὸν γραφέν <i>PGen</i>.9.2.13 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[deuda]] producto de un préstamo τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ Men.<i>Mon</i>.759, ἐπεὶ δ' οὐ μόνον τὰ κοινὰ κατανήλωτα<ι> καὶ δανείων δὲ πλῆθος ὑπογέγονεν pero como no sólo el tesoro público ha sido gastado sino que además el número de deudas se ha multiplicado</i>, <i>SEG</i> 38.1476.52 (Janto III a.C.), ἁ πόλ[ις] ἐν δανείοις πλειόνεσσι ὑπάρχει διὲ τὸς ... πολέμος la ciudad ha contraído múltiples deudas de resultas de las guerras</i>, <i>ISE</i> 99.10 (Cranón II a.C.), τὸ δ. ἀφῆκεν αὐτῷ le perdonó la deuda</i>, <i>Eu.Matt</i>.18.27<br /><b class="num">•</b>[[título de deuda]] Hierocl.<i>Facet</i>.161. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A loan, δ. ἀπαιτεῖν D.34.12; ἀποδοτέον Arist.EN 1164b32: pl., Men.Mon.97; σπέρματα δάνεια POxy.1262.16(ii A.D.): —written δάνιον, LXXDe.15.8,al.
German (Pape)
[Seite 522] τό, als Darlehn gegebenes od. empfangenes Geld, Arist. Eth. 9, 2; ἀπαιτεῖν, ἀποδιδόναι, Dem. 34. 12 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δάνειον: τό, (δάνος) ὡς παρ᾿ ἡμῖν, δ. ἀπαιτεῖν Δημ. 911. 3· ἀποδιδόναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 3· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
argent prêté à intérêts, prêt, créance ; dette.
Étymologie: δάνος¹.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 préstamo gener. de dinero, público o privado δ. ᾧ ὀφείλει ἀποδοτέον Arist.EN 1164b32, προσῄειν αὐτῷ ἀπαιτεῖν τὸ δ. D.34.12, ὀφείλομεν ... τὸ δ. τῷ χρήσαντι Artem.3.41, δ. δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται LXX De.15.8, τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότωσαν οἱ δεδα(νεισμένοι) PAmh.50.12 (II a.C.), cf. PLond.2002.24 (III a.C.), BGU 1961.9 (III a.C.), ὁμολογεῖ ... ἀπέχειν παρὰ Παοῦτος ... τὸ ἐπίβαλλον αὐτῷ μέρος δανείου οὗ ἔθετο Πατοῦς PGrenf.2.31.8 (II a.C.), κατὰ συγγραφὴν δανείου CPR 15.8.5 (I d.C.), ψιλὸν δ. préstamo sin garantía hipotecaria, PHamb.14.14 (III d.C.), συγχώρησις δανείου BGU 1132.30 (I d.C.), δανείου ... κομιδή devolución del préstamo, POxy.3466.15 (I d.C.), δ. ἔντοκον préstamo con intereses, PGen.9.1.14 (III d.C.)
•en pap. tb. en especie, de cebada PLond.1953.4 (III a.C.), de trigo τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότω ἡ δεδανεισμένη PAmh.46.4, cf. 47.6 (ambos II a.C.), de vino PAmh.47ue. (II a.C.), de simientes ἔσχο(ν) παρ(ὰ) ὑ(μῶν) εἰς δά(νειον) σπέρ(ματα) ... PChic.46.4 (II d.C.), cf. POxy.1262.16 (II d.C.).
2 contrato de préstamo δ. Λυσιμάχο(υ) πρὸ(ς) Πνᾶσιν δραχμῶν σκδ PMich.Teb.121ue.11.1, cf. 5.1 (I d.C.), κατὰ δ. τετελειω[μ] ένον διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γραφείου PLond.142.9 (I d.C.), τὸ δ. κύριον δισσὸν γραφέν PGen.9.2.13 (III d.C.).
3 deuda producto de un préstamo τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ Men.Mon.759, ἐπεὶ δ' οὐ μόνον τὰ κοινὰ κατανήλωτα<ι> καὶ δανείων δὲ πλῆθος ὑπογέγονεν pero como no sólo el tesoro público ha sido gastado sino que además el número de deudas se ha multiplicado, SEG 38.1476.52 (Janto III a.C.), ἁ πόλ[ις] ἐν δανείοις πλειόνεσσι ὑπάρχει διὲ τὸς ... πολέμος la ciudad ha contraído múltiples deudas de resultas de las guerras, ISE 99.10 (Cranón II a.C.), τὸ δ. ἀφῆκεν αὐτῷ le perdonó la deuda, Eu.Matt.18.27
•título de deuda Hierocl.Facet.161.