μονόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(Bailly1_3)
(25)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vêtu seulement d’un voile.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέπλος]].
|btext=ος, ον :<br />vêtu seulement d’un voile.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέπλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια [[μονόπεπλος]] λιποῡσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσό</i>-<i>πεπλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu seulement d’un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.

Greek Monolingual

μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό-πεπλος].