θρόνωσις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire asseoir (<i>cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[θρονόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de faire asseoir (<i>cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[θρονόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρόνωσις]], ἡ (Α) [[θρονούμαι]]<br />ο [[ενθρονισμός]] αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,= θρονισμός,
A enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.
German (Pape)
[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.
Greek (Liddell-Scott)
θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.
Greek Monolingual
θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.