στενωπή: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[στενωπός]] <i>subst.</i>
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[στενωπός]] <i>subst.</i>
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[στενωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό [[έλασμα]] ή [[χαρτόνι]], που εφαρμόζεται στη [[θέση]] του φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τον αντικαταστήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στενωπός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

στενωπή: ἡ, = στενωπός, «ἡ Σαμιακὴ λαύρα στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ ἴσως μεταγραπτέον στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. στενωπός subst.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
στενωπός
νεοελλ.
μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση του φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τον αντικαταστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στενωπός, -ή, -όν].