συμπιλέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
(Bailly1_5)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fouler ensemble, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιλέω]].
|btext=-ῶ :<br />fouler ensemble, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πιλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπῑλέω:''' <b class="num">1)</b> сбивать в плотную массу, сваливать: [[κόμη]] συμπεπιλημένη Luc. спутанные (досл. свалявшиеся) волосы; [[πορφύρα]] συμπεπιλημένη Plut. уплотненная пурпурная ткань;<br /><b class="num">2)</b> сбивать в кучу, сдавливать: συμπιλούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut. прижатые друг к другу (солдаты Пирра);<br /><b class="num">3)</b> сгущать, уплотнять: σ. τὸ [[μέσον]] τινός Plat. уплотнять середину чего-л.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλέω Medium diacritics: συμπιλέω Low diacritics: συμπιλέω Capitals: ΣΥΜΠΙΛΕΩ
Transliteration A: sympiléō Transliteration B: sympileō Transliteration C: sympileo Beta Code: sumpile/w

English (LSJ)

   A force together like felt: generally, compress, Pl.Ti. 45b:—more freq. in Pass., ib.49c, Plt.281a, Arist.Ph.216a31, Hero Spir.1 Prooem., etc.; τὰ λεῖα, κἂν . . βία συμπιληθῇ, ῥᾳδίως ἀπολύεται Diocl.Fr.26; συμπεπιλημένος of felted texture, Thphr.HP3.7.5; θρὶξ συνεπιλήθη was matted together, Pl.Ti.76c; κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Luc.Tox.30; τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον Arist.Cael.305b7; ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, of Vesuvius, D.C.66.21; πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Plu.Demetr.41; of the intestines, to be obstructed, Hp.Loc.Hom.10, Morb.3.14.

German (Pape)

[Seite 987] zusammenfilzen, -drücken; Plat. Tim. 45 b, u. öfter, Polit. 281 a; κόμην αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην Luc. Tox. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συμπῑλέω: συμπιέζω ὡς π. χ. τὸ μαλλίον πρὸς κατασκευὴν πιλήματος, Τουρκ. «κετσέ», Πλάτ. Τίμ. 45B· καὶ συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐτόθι 49C, Πολιτικ. 281A· θρὶξ ξυνεπιλήθη, διὰ συμπιέσεως ἀπετέλεσε στρῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 76C· κόμη αὐχμηρὰ καὶ συμπεπιλημένη Λουκ. Τόξ. 30· τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γενέσθαι βαρύτερον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3· ἀναπνοαὶ συμπεπιλημέναι, ἐπὶ τοῦ Οὐεσουβίου, Δίων Κ. 66. 21· πορφύρα ἄκρατος συμπεπ. Πλουτ. Δημήτρ. 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouler ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπῑλέω: 1) сбивать в плотную массу, сваливать: κόμη συμπεπιλημένη Luc. спутанные (досл. свалявшиеся) волосы; πορφύρα συμπεπιλημένη Plut. уплотненная пурпурная ткань;
2) сбивать в кучу, сдавливать: συμπιλούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut. прижатые друг к другу (солдаты Пирра);
3) сгущать, уплотнять: σ. τὸ μέσον τινός Plat. уплотнять середину чего-л.