ἐξόριστος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />banni.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
|btext=ος, ον :<br />banni.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξόριστος]], -ον) [[εξορίζω]]<br />αυτός που ζει σε [[εξορία]], εξορισμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το [[πτώμα]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας.
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόριστος Medium diacritics: ἐξόριστος Low diacritics: εξόριστος Capitals: ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: exóristos Transliteration B: exoristos Transliteration C: eksoristos Beta Code: e)co/ristos

English (LSJ)

ον,

   A expelled, banished, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι to be ruined by banishment, D. 21.105: c. gen., τῆς Ἰταλίας Plb.2.7.10; οἰκείων Porph.Abst.1.30.    2 put beyond the borders, of the dead body of a criminal, τὸν . . ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Din.1.77.

German (Pape)

[Seite 887] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόριστος: -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
banni.
Étymologie: ἐξορίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξόριστος, -ον) εξορίζω
αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος
αρχ.
(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα της πατρίδας.