ἐπένδυμα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement de dessus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπενδύνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement de dessus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπενδύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΝ) [[επενδύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβλημα]], [[περικάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[μονόστιβος]] [[υμένας]] που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανωφόρι]], [[επενδύτης]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπένδῠμα Medium diacritics: ἐπένδυμα Low diacritics: επένδυμα Capitals: ΕΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: epéndyma Transliteration B: ependyma Transliteration C: ependyma Beta Code: e)pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.

German (Pape)

[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.

Greek Monolingual

το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.