ἐπιτακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui commande.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτάσσω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui commande.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιτακτήρ]], ὁ (Α) [[επιτάσσω]]<br />αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν [[τἀγαθά]] ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό [[θεός]]]», <b>Ξεν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., X.Cyr.2.3.4.
German (Pape)
[Seite 989] ῆρος, ὁ, der Befehlende, Xen. Cyr. 2, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτακτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 2. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui commande.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Greek Monolingual
ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) επιτάσσω
αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.).