ἑρμίν: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(Bailly1_2)
(14)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[ἑρμίς]].
|btext=<i>att. c.</i> [[ἑρμίς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑρμίν]], -ῑνος και [[ἑρμίς]], -ῑνος, ο (Α)<br />[[έρμα]] το [[στήριγμα]] του κρεβατιού, το [[πόδι]] του κρεβατιού, το [[στρίποδο]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμίν Medium diacritics: ἑρμίν Low diacritics: ερμίν Capitals: ΕΡΜΙΝ
Transliteration A: hermín Transliteration B: hermin Transliteration C: ermin Beta Code: e(rmi/n

English (LSJ)

(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ,=ἕρμα,

   A bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἑρμίς.

Greek Monolingual

ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῑνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.