εὑρετός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut trouver <i>ou</i> inventer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εὑρίσκω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut trouver <i>ou</i> inventer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που μπορεί να βρεθεί, [[εμφανής]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετός Medium diacritics: εὑρετός Low diacritics: ευρετός Capitals: ΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: heuretós Transliteration B: heuretos Transliteration C: evretos Beta Code: eu(reto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.