ἐϋπλυνής: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>épq.</i><br />bien lavé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλύνω]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>épq.</i><br />bien lavé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλύνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐϋπλῠνής:''' -ές ([[πλύνω]]), αυτός που έχει πλυθεί [[καλά]], [[καθαρός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (πλύνω)
A well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
épq.
bien lavé.
Étymologie: εὖ, πλύνω.
Greek Monotonic
ἐϋπλῠνής: -ές (πλύνω), αυτός που έχει πλυθεί καλά, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ.