καθυπισχνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> καθυπεσχόμην;<br />promettre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑπισχνέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> καθυπεσχόμην;<br />promettre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑπισχνέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθυπισχνέομαι:''' επιτετ. αντί <i>ὑπισχ-</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπισχνέομαι Medium diacritics: καθυπισχνέομαι Low diacritics: καθυπισχνέομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΙΣΧΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypischnéomai Transliteration B: kathypischneomai Transliteration C: kathypischneomai Beta Code: kaqupisxne/omai

English (LSJ)

strengthd. for ὑπισχ-, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.

Greek Monotonic

καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.