καλλιπάρθενος: Difference between revisions
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’une belle jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παρθένος]]. | |btext=ος, ον :<br />d’une belle jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παρθένος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλιπάρθενος]], -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καλλιπάρθενος]]<br />η ωραία [[παρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with beautiful nymphs, Νείλου . . κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.
Greek Monolingual
καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. ἡ καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.