κατατραυματίζω: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]]. | |btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[κατατραυματίζω]] και ιων. τ. [[κατατρωματίζω]])<br />(επιτ. τ. του [[τραυματίζω]]) [[προξενώ]] σε κάποιον [[πολλά]] ή [[φοβερά]] τραύματα, [[γεμίζω]] πληγές, [[καταπληγώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πολεμικά πλοία) [[προκαλώ]] καίριες βλάβες, [[κατατρυπώ]], επομ. [[θέτω]] [[εκτός]] μάχης<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατατραυματίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[φθορά]], [[εξασθένηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. κατατρωματίζω,
A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc. II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.
Greek (Liddell-Scott)
κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.
French (Bailly abrégé)
couvrir de blessures ou d’avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.
Greek Monolingual
(Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. του τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.