κυβερνάω: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />diriger : [[νῆα]] OD un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».
|btext=-ῶ :<br />diriger : [[νῆα]] OD un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. inf. κυβερνῆσαι: [[steer]], [[νῆα]], Od. 3.283†.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνάω Medium diacritics: κυβερνάω Low diacritics: κυβερνάω Capitals: ΚΥΒΕΡΝΑΩ
Transliteration A: kybernáō Transliteration B: kybernaō Transliteration C: kyvernao Beta Code: kuberna/w

English (LSJ)

   A steer, νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283, cf. Pi.O.12.3 (Pass.), Pl.Plt.298e, etc.: abs., act as helmsman, αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq.544.    2 drive, κ. ἅρματα Pl.Thg.123c; τὸν δρόμον τῶν Ἵππων Hdn.7.9.6.    3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd.291d, etc.; τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100.    4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 (Callipolis).    II Med., = Act., κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr.964b17; ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49:—Pass., σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35; μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1; ἡ ἰατρικὴ . . διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp.187a, cf. R.590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.

German (Pape)

[Seite 1522] gubernare, steuern, lenken; νῆα Od. 3, 282; κυβερνῶνται νᾶες Pind. Ol. 12, 2; Plat. Polit. 299 e u. A.; – auch übertr., leiten, regieren; Διὸς νόος κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν Pind. P. 5, 122; πάντα γὰρ σῇ κυβερνῶμαι χερί Soph. Ai. 35; in Prosa, τῆς πόλεως πάντα κυβερνῶσα Plat. Euthyd. 291 d; μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο, das ganze Reich wurde regiert, Xen. Cyr. 8, 8, 1, wie Pol. 6, 4, 2; auch τὸ πῦρ κυβερνώμενον ἀνέμοις, 11, 5, 4. Auch absol., δίκη δὲ κυβερνήσειεν, Antiph. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. gubernare, ἐπὶ πλοίου, ὡς καὶ νῦν, νῆα κυβερνῆσαι Ὀδ. Γ. 283, πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 4, Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε, κτλ.· ἐνεργῶ ὡς κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, αὐτὸς ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 544. 2) ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππων, κυβ. ἅρματα Πλάτ. Θεάγ. 123C· τὸν δρόμον τῶν ἵππων Ἡρῳδιαν. 7. 9. 3) μεταφορ., ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, Πινδ. Π. 5. 164· σῇ κυβερνῶμαι χειρὶ Σοφ. Αἴ. 35, Ἀντιφῶν 113. 3, Πλάτ. Εὐθύδ. 291D. κτλ.· ἀλλὰ σπανίως ἀφίσταται ἡ ἀρχικὴ σημασία, πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Μέσ., = ἐνεργ., ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Μαρκελλῖν. ἐν Βίῳ Θουκ. σ. 8 Duker. ― Παθ., ἡ ἰατρική... ὑπὸ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Πλάτ. Συμπ. 186Ε· πρβλ. Πολ. 590D, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
diriger : νῆα OD un vaisseau.
Étymologie: orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».

English (Autenrieth)

aor. inf. κυβερνῆσαι: steer, νῆα, Od. 3.283†.