κώκυμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lamentation.<br />'''Étymologie:''' [[κωκύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />lamentation.<br />'''Étymologie:''' [[κωκύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κώκυμα]], -ύματος, τὸ (Α) [[κωκύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κωκύματα</i><br />[[θρήνος]], σπαραχτική [[κραυγή]] («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώκῡμα Medium diacritics: κώκυμα Low diacritics: κώκυμα Capitals: ΚΩΚΥΜΑ
Transliteration A: kṓkyma Transliteration B: kōkyma Transliteration C: kokyma Beta Code: kw/kuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shriek, wail, in pl., λιγέα κ. A.Pers.332; ὀξέα S. Aj.321; ὔρθια Id.Ant.1206.

German (Pape)

[Seite 1541] τό, das Geheulte, das Heulen Klagen; λιγέα κωκύματα Aesch. Pers. 324, vgl. 419; φωνῆς ὀρθίων κωκυμάτων κλύει τις Soph. Ant. 1191; Ai. 314; Eur. Or. 1298.

Greek (Liddell-Scott)

κώκῡμα: τό, κραυγή, θρῆνος, ἐν τῷ πληθ., λιγέα κωκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 332· ὀξέα Σοφ. Αἴ. 321· ὄρθια ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1206.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lamentation.
Étymologie: κωκύω.

Greek Monolingual

κώκυμα, -ύματος, τὸ (Α) κωκύω
συν. στον πληθ. τὰ κωκύματα
θρήνος, σπαραχτική κραυγή («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», Αισχύλ.).