Λιβυστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Λιβύη]].
|btext=ή, όν :<br />de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Λιβύη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[Λιβυστικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[λιβυκός]] («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] μη δηλητηριώδους φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η μαύρη [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η [[λουτροφόρος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] βοτάνου, η [[λιβυστιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λιβυστίς]], -[[ίδος]], [[κάτοικος]] της Λιβύης].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, plante.
Étymologie: Λιβύη.

Greek Monolingual

Λιβυστικός, -ή, -όν (Α)
1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού
3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η λιβυστιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς, -ίδος, κάτοικος της Λιβύης].