μαστιγωτέος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui mérite le fouet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μαστιγόω]].
|btext=α, ον :<br />qui mérite le fouet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μαστιγόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαστῑγωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μαστιγόω]], αυτός που του χρειάζεται [[μαστίγωμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγωτέος Medium diacritics: μαστιγωτέος Low diacritics: μαστιγωτέος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΩΤΕΟΣ
Transliteration A: mastigōtéos Transliteration B: mastigōteos Transliteration C: mastigoteos Beta Code: mastigwte/os

English (LSJ)

α, ον, ἐστὶ μ. he

   A must be whipped, Ar. Ra.633.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῑγωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μαστιγόω, ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, ἄξιος μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: adj. verb. de μαστιγόω.

Greek Monotonic

μαστῑγωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μαστιγόω, αυτός που του χρειάζεται μαστίγωμα, σε Αριστοφ.