μεταστοιχεί: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[μεταστοιχί]]. | |btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[μεταστοιχί]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταστοιχεί]] και [[μεταστοιχί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για άρματα έτοιμα για [[αρματηλασία]] ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη [[σειρά]], στη [[γραμμή]] («στὰν δὲ [[μεταστοιχί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχεί</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[διάταξη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>στοιχεί</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
or μετα-ί, Adv.
A all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.
German (Pape)
[Seite 154] v. l. für μεταστοιχί.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. μεταστοιχί.
Greek Monolingual
μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τρι-στοιχεί].