μηδισμός: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />adhésion au parti des Mèdes <i>ou</i> des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[μηδίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />adhésion au parti des Mèdes <i>ou</i> des Perses.<br />'''Étymologie:''' [[μηδίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μηδισμός]]) [[μηδίζω]]<br />το να παίρνει [[κάποιος]] το [[μέρος]] τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά [[προς]] τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», <b>Δημοσθ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 171] ὁ, das medisch Gesinntsein, die Vorliebe für die Meder, Her. 4, 165. 8, 92; Isocr. 4, 157.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
adhésion au parti des Mèdes ou des Perses.
Étymologie: μηδίζω.
Greek Monolingual
ο (Α μηδισμός) μηδίζω
το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.).