μυξωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μυκτήρ]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μυκτήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυξωτήρ]], -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και [[μυξητήρ]], -ῆρος)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[μυξωτῆρες]]<br />οι μυκτήρες, τα ρουθούνια<br /><b>μσν.</b><br />η [[μύτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύξα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>. Οι τ. [[μυξωτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>μυξόω</i>) και <i>μηξητήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυξῶ</i>) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα [[αλλά]] σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του [[μυκτήρ]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 218] ῆρος, ὁ, = μυκτήρ, Nasenloch, Nase; διὰ τῶν μυξωτήρων, Her. 2, 86 u. Sp., wie Opp. Cyn. 1, 454; S. Emp. pyrrh. 1, 128; wahrscheinlich auch bei Diosc. richtige Lesart für μυξητήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. μυκτήρ.

Greek Monolingual

μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)
συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες
οι μυκτήρες, τα ρουθούνια
μσν.
η μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του μυκτήρ.