μυξωτήρ

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

German (Pape)

[Seite 218] ῆρος, ὁ, = μυκτήρ, Nasenloch, Nase; διὰ τῶν μυξωτήρων, Her. 2, 86 u. Sp., wie Opp. Cyn. 1, 454; S. Emp. pyrrh. 1, 128; wahrscheinlich auch bei Diosc. richtige Lesart für μυξητήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. μυκτήρ.

Greek Monolingual

μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)
συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες
οι μυκτήρες, τα ρουθούνια
μσν.
η μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του μυκτήρ.

Russian (Dvoretsky)

μυξωτήρ: ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря Her., Sext.