νεοχμόω: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐνεόχμωσα;<br />innover, changer l’état des affaires.<br />'''Étymologie:''' [[νεοχμός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐνεόχμωσα;<br />innover, changer l’état des affaires.<br />'''Étymologie:''' [[νεοχμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοχμόω:''' = [[νεωτερίζω]], [[κυρίως]], [[εισάγω]] πολιτικούς νεωτερισμούς, Λατ. [[res]] novas tentare· <i>πολλὰ ἐνεόχμωσε</i>, εισήγαγε πολλές καινοτομίες, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοχμόω Medium diacritics: νεοχμόω Low diacritics: νεοχμόω Capitals: ΝΕΟΧΜΟΩ
Transliteration A: neochmóō Transliteration B: neochmoō Transliteration C: neochmoo Beta Code: neoxmo/w

English (LSJ)

   A make innovations, esp. political, mostly with neut. Pron. or Adj., μηδὲν ἄλλο ν. κατά τινας Hdt.4.201, cf. 5.19; πολλὰ ἐνεόχμωσε caused many changes, Th.1.12, cf. D.H.1.89, 5.74.    II inaugurate, ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ Arist.Mu.401a13.    2 Medic., produce a complication, Lycusap.Orib.8.26.2.

German (Pape)

[Seite 246] neu machen, neuern, bes. wie νεωτερίζειν, im Staate Neuerungen machen, Her. 5, 19; κατά τινος, 4, 201; πολλά, Thuc. 1, 12; Sp., wie Arist. de mund. 7, 1; νεοχμοῦσθαι, S. Emp. adv. astrol. 4.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχμόω: νεωτερίζω, ποιῶ πολιτικοὺς νεωτερισμούς, Λατ. novas res tentare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., μηδὲν ἄλλο νεοχμοῦν κατά τινα Ἡρόδ. 4. 201· μηδὲν νεοχμῶσαι κατά τινα ὁ αὐτ. 5. 19· πολλὰ ἐνεόχμωσε, πολλοὺς νεωτερισμοὺς ἐπήνεγκε, Θουκ. 1. 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 89., 5. 74. ΙΙ. ἀνανεῶ, ἀνακαινίζω, ἅπερ αὐτὸς νεοχμοῖ Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐνεόχμωσα;
innover, changer l’état des affaires.
Étymologie: νεοχμός.

Greek Monotonic

νεοχμόω: = νεωτερίζω, κυρίως, εισάγω πολιτικούς νεωτερισμούς, Λατ. res novas tentare· πολλὰ ἐνεόχμωσε, εισήγαγε πολλές καινοτομίες, σε Θουκ.