οἰνάριον: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> mauvais vin;<br /><b>2</b> petite quantité de vin.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[οἶνος]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> mauvais vin;<br /><b>2</b> petite quantité de vin.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[οἶνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰνάριον]], τὸ (ΑΜ) [[οίνος]]<br />(υποκορ. του [[οίνος]]) [[κρασάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδύνατο ή άθλιο [[κρασί]]<br /><b>2.</b> λίγο [[κρασί]], μικρή [[ποσότητα]] κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> η [[άμπελος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of οἶνος,
A weak or bad wine, D.35.32, Alex.275, Diph.60.8, Polioch.2.7, etc.: pl., POxy.1672.5 (i A. D.). II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.). III colloq. for οἶνος, Thphr.Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.) : pl., PCair.Zen.373 (iii B. C.), Ostr.Bodl.iii 369. IV = ἄμπελος, Gal.19.125.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, ἀδύνατος ἢ ἄθλιος οἶνος, Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. ὀλίγος οἶνος, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 mauvais vin;
2 petite quantité de vin.
Étymologie: dim. de οἶνος.
Greek Monolingual
οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) οίνος
(υποκορ. του οίνος) κρασάκι
αρχ.
1. αδύνατο ή άθλιο κρασί
2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)
3. η άμπελος.