ὀλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[ὀλοός]].
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[ὀλοός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστρεπτικός]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>εις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόεις Medium diacritics: ὀλόεις Low diacritics: ολόεις Capitals: ΟΛΟΕΙΣ
Transliteration A: olóeis Transliteration B: oloeis Transliteration C: oloeis Beta Code: o)lo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 325] εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόεις: εσσα, εν, = ὀλοός, μόνον παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 521, πρβλ. Δινδ. αὐτόθι 840.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. ὀλοός.

Greek Monolingual

ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].