ὁδωτός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />praticable, faisable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδόω]]. | |btext=ή, όν :<br />praticable, faisable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁδωτός]], -ή, -όν (Α) [<i>οδώ</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο [[εφικτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127 ; ὁ. θάλασσα Suid. II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.
German (Pape)
[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.
Greek Monolingual
ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.