ὀνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui monte à âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]].
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui monte à âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοβάτις]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που υπέπεσε σε [[μοιχεία]] και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη [[πάνω]] σε όνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i> (θηλ. τ. του -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακανθο</i>-<i>βάτις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοβάτις Medium diacritics: ὀνοβάτις Low diacritics: ονοβάτις Capitals: ΟΝΟΒΑΤΙΣ
Transliteration A: onobátis Transliteration B: onobatis Transliteration C: onovatis Beta Code: o)noba/tis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ,

   A riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui monte à âne.
Étymologie: ὄνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο-βάτις].