οἰνάρεος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de pampre, de vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴναρον]].
|btext=α, ον :<br />de pampre, de vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴναρον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνάρεος]], -έα, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴναρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεκτάρ</i>-<i>εος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνᾰρεος Medium diacritics: οἰνάρεος Low diacritics: οινάρεος Capitals: ΟΙΝΑΡΕΟΣ
Transliteration A: oináreos Transliteration B: oinareos Transliteration C: oinareos Beta Code: oi)na/reos

English (LSJ)

α, ον,

   A of vine leaves or twigs, Ibyc.1.6 ; σποδίη Hp.Mul.2.195.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de pampre, de vigne.
Étymologie: οἴναρον.

Greek Monolingual

οἰνάρεος, -έα, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρ-εος)].