παμμάχος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui lutte contre tous <i>ou</i> sur tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μάχη]]. | |btext=ος, ον :<br />qui lutte contre tous <i>ou</i> sur tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μάχη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παμμάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· [[ιδίως]] = [[παγκρατιαστής]], [[έτοιμος]] για [[κάθε]] είδους [[αναμέτρηση]], σε Πλάτ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.
Greek Monotonic
παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.