ὀρφανεύω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]]. | |btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αρφανεύω (Α [[ορφανεύω]]) [[ορφανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ορφανός]], [[χάνω]] τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου<br /><b>2.</b> [[χάνω]] πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]] ορφανά [[παιδιά]], [[ανατρέφω]] ή [[επιτροπεύω]] ορφανά<br /><b>2.</b> <b>μσν.</b> <i>ορφανεύομαι</i><br />[[είμαι]] [[ορφανός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
A take care of, rear orphans, τέκνα, παῖδας, Id.Alc.165, 297:—Pass., c. fut. Med., to be an orphan, ib.535, Hipp.847, Supp.1132.
German (Pape)
[Seite 388] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνεύω: φροντίζω περὶ ὀρφανῶν, ἀνατρέφω ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = ὀρφανός εἰμι, εἶμαι ὀρφανός, αὐτόθι 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
French (Bailly abrégé)
élever un orphelin ou des orphelins ; Pass. être élevé comme orphelin, être orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.
Greek Monolingual
και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.