πενταμερής: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />composé de cinq parties.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]]. | |btext=ής, ές :<br />composé de cinq parties.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πενταμερής]]<br /><b>βιολ.</b> [[ονομασία]] ενός άνθους, ενός αστερία ή [[κάθε]] άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή [[συμμετρία]] της τάξης 5, όπου [[κάθε]] [[σύνολο]] αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταμερώς</i> / <i>πενταμερῶς</i>, ΝΑ<br />σε [[πέντε]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>μερής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.
German (Pape)
[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
Greek (Liddell-Scott)
πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
composé de cinq parties.
Étymologie: πέντε, μέρος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που σύγκειται από πέντε μέρη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πενταμερής
βιολ. ονομασία ενός άνθους, ενός αστερία ή κάθε άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή συμμετρία της τάξης 5, όπου κάθε σύνολο αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία.
επίρρ...
πενταμερώς / πενταμερῶς, ΝΑ
σε πέντε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξα-μερής].