πενθητήριος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne le deuil, de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πενθητήρ]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne le deuil, de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πενθητήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[πενθητήρ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο [[πένθος]] («[[πλόκαμον]]... πενθητήριον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθητήριος Medium diacritics: πενθητήριος Low diacritics: πενθητήριος Capitals: ΠΕΝΘΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: penthētḗrios Transliteration B: penthētērios Transliteration C: penthitirios Beta Code: penqhth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7 ; βόθροι π. trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.

German (Pape)

[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθοςπλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).