προπηλακισμός: Difference between revisions
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />insulte, outrage.<br />'''Étymologie:''' [[προπηλακίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />insulte, outrage.<br />'''Étymologie:''' [[προπηλακίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[προπηλακίζω]]<br />η [[προπηλάκιση]] («[[ὕβρις]] καὶ [[λοιδορία]] καὶ [[προπηλακισμός]]», <b>Δημοσθ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Hdt.6.73;
A ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b, etc.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, das Bewerfen mit Koth, od. das in den Koth treten, schimpfliche Behandlung, Beschimpfung; Her. 6, 73; Plat. Legg. IX, 855 b; Dem. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προπηλᾰκισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 6. 73· ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ πρ. Δημ. 229. 9· ὁ τῆς δικαιοσύνης πρ. Αἰσχίν. 90. 22· ἐν τῷ πληθ., προπηλακισμοῖς κολάζειν Πλάτ. Νόμ. 855Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προπηλακίζω
η προπηλάκιση («ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.).