πολύφθορος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entièrement dévasté, ruiné;<br /><b>2</b> riche en catastrophes;<br /><b>3</b> qui court mille dangers.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φθείρω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entièrement dévasté, ruiné;<br /><b>2</b> riche en catastrophes;<br /><b>3</b> qui court mille dangers.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φθείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, [[πολυπλάνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε [[δῶμα]] Πελοπιδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>φθορος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].