προσαγωγίδης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[προσαγωγεύς]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[προσαγωγεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κατάσκοπος]] ή [[καταδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσαγωγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ηγεμον</i>-<i>ίδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 747] ὁ, dor. ποταγωγίδης, = προσαγωγεύς, Plut. Dion. 28, wo jetzt προσαγωγέας für προσαγωγίδας gelesen wird. S. Wessel. ad D. Sic. I p. 455.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγωγίδης: ἴδε προσαγωγεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. προσαγωγεύς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατάσκοπος ή καταδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα -ίδης (πρβλ. ηγεμον-ίδης)].