τραχήλιον: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />viande du cou, viande de rebut, basse viande.<br />'''Étymologie:''' [[τράχηλος]]. | |btext=ου (τό) :<br />viande du cou, viande de rebut, basse viande.<br />'''Étymologie:''' [[τράχηλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[τράχηλος]]<br />(ως υποκορ. του [[τράχηλος]])<br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[τμήμα]] ενός δόρατος, ο [[στύραξ]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχήλια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of τράχηλος,
A butt-end of a spear, EM732.1, Harp. s.v. στύραξ.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράχηλος, τὸ κάτω τοῦ δόρατος, σαυρωτήρ, στύραξ, Ἐτυμ. Μέγα 732, 1, ἐν λ. στύραξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
viande du cou, viande de rebut, basse viande.
Étymologie: τράχηλος.
Greek Monolingual
τὸ, Α τράχηλος
(ως υποκορ. του τράχηλος)
1. το κάτω τμήμα ενός δόρατος, ο στύραξ
2. στον πληθ. βλ. τραχήλια.