συγκτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> συνέκτικα, <i>Pass. pf.</i> συνέκτισμαι;<br />fonder avec ; coloniser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κτίζω]].
|btext=<i>pf.</i> συνέκτικα, <i>Pass. pf.</i> συνέκτισμαι;<br />fonder avec ; coloniser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] από κοινού με άλλον [[πόλη]] ή [[αποικία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κτίζω]], [[ιδρύω]] («[[χωρίον]] συνέκτισε Γάβα καλούμενον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκτίζομαι</i><br />α) δημιουργούμαι [[μαζί]] με άλλον<br />β) καλλιεργούμαι («χωρία [[καλῶς]] γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκτίζω Medium diacritics: συγκτίζω Low diacritics: συγκτίζω Capitals: ΣΥΓΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synktízō Transliteration B: synktizō Transliteration C: sygktizo Beta Code: sugkti/zw

English (LSJ)

   A join with another in founding or colonizing, σ. Βάττῳ Κυρήνην Hdt.4.156, cf. Th.7.57; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα CIG 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), Jahresh.28.57 (ibid.).    2 αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι well cultivated, Str.4.6.9.    II Pass., to be created along with, μετὰ . . LXX Si.1.14.

German (Pape)

[Seite 970] mit erbauen, gründen, z. B. eine Colonie, τινί, Her. 4, 156; Thuc. 7, 57; mit schaffen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίζω: μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, καλῶς κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).

French (Bailly abrégé)

pf. συνέκτικα, Pass. pf. συνέκτισμαι;
fonder avec ; coloniser avec.
Étymologie: σύν, κτίζω.

Greek Monolingual

Α κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία
2. (γενικά) κτίζω, ιδρύωχωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.)
3. παθ. συγκτίζομαι
α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον
β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», Στράβ.).