τάφρη: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[τάφρος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[τάφρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τράφη]], ἡ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[τάφρος]] («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[τάφρος]] (<i>ἡ</i>), [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. for τάφρος (which is v.l.), Hdt.4.28,201: also τράφη, IG12(7).62.27 (Amorgos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, ion. statt τάφρος, Her. 4, 201; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τάφρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τάφρος, Ἡρόδ. 4. 28, 201, ἔνθα ἴδε Schweigh.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. τάφρος.
Greek Monolingual
και τράφη, ἡ, Α
ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τάφρος (ἡ), κατά τα θηλ. σε -η].