τήβεννος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(Bailly1_5)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τήβεννα]] Α<br />χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό [[ένδυμα]] τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, [[αλλά]] σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το [[επίσημο]] [[ένδυμα]] του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῑοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μακρύ [[ένδυμα]], μαύρου [[συνήθως]] χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα [[μανίκια]] και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, [[μέλη]] της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>toga</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῑοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].